Καταστέλλω στα λιθουανικά
Μετάφραση: καταστέλλω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nuslopinti, slopinti, malšinti, suvaldyti, numalšinti
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καταστέλλω
καταστέλλω αγγλικά, καταστέλλω σημασια, καταστέλλω ορισμός, καταστέλλω κλιση, καταστέλλω τι σημαίνει, καταστέλλω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, καταστέλλω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- κατασκοπεύω στα λιθουανικά - šnipas, šniukštinėti, Snoop, landžioti, Mišrieji kitų verslo
- κατασπαταλώ στα λιθουανικά - švaistomi, iššvaistoma, veltui, iššvaistytos, iššvaistyti
- καταστατικό στα λιθουανικά - įstatai, įstatuose, įstatus, įstatais, įstatų
Τυχαίες λέξεις
Καταστέλλω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: nuslopinti, slopinti, malšinti, suvaldyti, numalšinti
Μεταφράσεις: nuslopinti, slopinti, malšinti, suvaldyti, numalšinti