Λέξη: σπηλιά

Σχετικές λέξεις: σπηλιά

σπηλιά του μπεκίρη, σπηλιά ονειροκρίτης, σπηλιά του πλάτωνα, σπηλιά του νταβέλη, σπηλιά της ακρόπολης, σπηλιά κομοτηνή, σπηλιά του κύκλωπα, σπηλιά άργος, σπηλιά του δράκου, σπηλιά των κόμικς

Συνώνυμα: σπηλιά

σπήλαιο

Μεταφράσεις: σπηλιά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
cave, grotto, the cave, a cave, cave of
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
gruta, cueva, caverna, la cueva, cueva de
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
höhle, grotte, Höhle, Höhlen, Grotte, cave
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
excaver, baume, caverne, antre, troglodytique, creux, caver, grotte, cave, la grotte, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
grotta, caverna, cavità, cave, grotte, grotta di
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
grutas, caverna, furna, gruta, cave, da caverna, caverna de
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
grot, krocht, spelonk, hol, holte, cave, grotten
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пещера, подземелье, полость, грот, фракция, впадина, пещеры, пещере, пещеру, пещерный
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hule, grotte, hulen, grotten, Cave
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
grotta, håla, Cave, grottan, grott
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
luola, onkalo, kolo, Cave, luolaan, luolassa, luolan
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
hule, grotte, Cave, hulen, grotten
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
jeskynní, sluj, vyhloubit, jeskyně, kaverna, Cave, jeskyni, jeskyní
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pieczara, grota, jaskinia, zapadać, scysja, Cave, jaskini, jaskinią
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
barlang, barlangban, barlangba, barlangot, barlangi
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
mağara, Mağarası, cave, mağaranın, mağaradır
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
печера, Пещера, печеру
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shpellë, shpella, shpellën, shpellës, shpella e
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пещера, пещерата, пещерен, пещерна
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пячора
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
õõnestama, grott, koobas, koopasse, koopa, koopas, cave
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
spilja, pećina, špilja, upasti, spilje, jama, špilju
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hellir, Hellirinn, hellinum, Cave, helli
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
antrum, specus
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
urvas, Cave, ola, urvų
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ala, alas, alu, Cave
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пештерата, пештера, пештерски, пештерските
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
peşteră, peșteră, pestera, Peștera, peșteri, cave
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
jama, sklep, jamo, cave, jami, jamski
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
sklep, jaskyne, jaskyňa

Στατιστικά δημοτικότητας: σπηλιά

Τυχαίες λέξεις