Ήτοι στα ολλανδικά

Μετάφραση: ήτοι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
namelijk, te weten, weten, name, met name
Ήτοι στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ήτοι

ήτοι συνώνυμα, ήτοι μεν πρώτιστα χάος γένετο, ήτοι σημαίνει, ήτοι βικιλεξικο, ήτοι αρχαια, ήτοι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ήτοι στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ήσυχα στα ολλανδικά - rustig, stil, rustige, stilletjes, een rustige
  • ήσυχος στα ολλανδικά - rustig, stil, geruststellen, bedaard, kalmte, stilte, kalm, ...
  • ήττα στα ολλανδικά - bevangen, verlies, tekort, nadeel, deficit, schade, verslaan, ...
  • ήχος στα ολλανδικά - kleppen, overgaan, slaan, toon, gerucht, luiden, weerklinken, ...
Τυχαίες λέξεις
Ήτοι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: namelijk, te weten, weten, name, met name