Λέξη: απόκρημνος
Σχετικές λέξεις: απόκρημνος
απόκρημνος συνώνυμα, απόκρημνος αντίθετο, απόκρημνοσ συνώνυμο
Συνώνυμα: απόκρημνος
ανηφορικός, απότομος, υπερβολικός, κρημνώδης, κρημνός, απόκοπος, ασυνεχής, εσπευσμένος, τραχύς, βραχώδης
Μεταφράσεις: απόκρημνος
απόκρημνος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
steep, sheer, craggy, precipitous, abrupt, of steep
απόκρημνος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
puro, escarpado, despeñadizo, remojar, acantilado, empinado, empinada, escarpada, empinadas
απόκρημνος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schier, unvermischt, durchscheinend, lauter, blank, einweichen, rein, pur, durchsichtig, lichtdurchlässig, abschüssig, steil, steilen, steile, steiler
απόκρημνος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
totalement, pur, escarpé, net, mouiller, accore, abrupt, rouir, raide, tremper, absolu, rapide, aciérie, macérer, complètement, transparent, abrupte, escarpée, raides
απόκρημνος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
mero, ripido, scosceso, erto, ripida, ripide, forte, ripidi
απόκρημνος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aço, íngreme, escarpado, íngremes, acentuada, acentuado
απόκρημνος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
absoluut, zuiver, puur, steil, louter, rein, doorzichtig, steile, stijle, sterke, hoog
απόκρημνος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
утесистый, вымачивать, явный, очищенный, погрязнуть, пропитывать, перпендикулярный, стремительный, размочить, прозрачный, бучить, вымочить, размачивать, незагрязненный, выщелачивать, преувеличенный, крутой, крутые, крутая, крутым, крут
απόκρημνος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
dyppe, stiv, ren, bratt, bratte, kraftig
απόκρημνος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
stup, brant, branta, kraftig, kraftigt, steep
απόκρημνος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kääntää, läpikuultava, äyräs, uppoutua, läpinäkyvä, äkkijyrkkä, syventyä, sula, jyrkkä, puhdas, jyrkkiä, jyrkät, jyrkkää, jyrkän
απόκρημνος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
stejl, stejle, stejlt, kraftig, brat
απόκρημνος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
sráz, omočit, strmý, pouhý, máčet, srázný, močit, průsvitný, příkrý, čistý, namáčet, prudký, strmé, strmá
απόκρημνος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
czysty, stromy, przepaścisty, zamoczyć, urwisty, jawny, przepastnie, zwykły, nurzać, całkiem, macerować, moczyć, zwyczajny, spadzisty, rozmiękczyć, zanurzyć, ostry, strome, stroma, stromych
απόκρημνος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
áztatófolyadék, fedélzetívelés, csellengés, beáztatás, puszta, fedélzetív, meredeken, meredély, meredek, a meredek
απόκρημνος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
saf, dik, sarp, dik bir, sarp bir
απόκρημνος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
крутій, прямовисний, повністю, чистий, крутою, поринати, прямовисно, крутий, занурюватись, явний, крутої, крутой
απόκρημνος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
thepisur, rrëpirë, pjerrta, pjerrët, të pjerrta, të pjerrët
απόκρημνος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
стръмен, стръмна, стръмни, стръмно, стръмния
απόκρημνος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
круты, стромкі, крутой, стромкай
απόκρημνος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pööre, püstloodne, puhas, järsk, järsku, järskudel, järsu, järsud
απόκρημνος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ogroman, strm, nevjerojatan, pravi, čist, skrenuti, strmim, savršen, providan, pretjeran, strma, strme, strmi
απόκρημνος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
brattur, bratt, brött, brattar, bratta
απόκρημνος στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
abruptus, arduus
απόκρημνος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
status, kietas, statūs, staigus, stati
απόκρημνος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
stāvs, neticams, stāvas, straujš, stāva
απόκρημνος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
стрмните, стрмен, стрмни, стрмна, стрмната
απόκρημνος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
abrupt, abruptă, abrupte, abrupta, de abrupt
απόκρημνος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
strm, strma, strmo, strmem, strmi
απόκρημνος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
hotový, strmý, prudký, strmé, prudkého
Τυχαίες λέξεις