Αέτωμα στα ολλανδικά

Μετάφραση: αέτωμα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
puntgevel, geveltop, gevel, gable, gevelspits
Αέτωμα στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αέτωμα

αέτωμα suites booking, αέτωμα του εκατομπέδου, αέτωμα σουίτες - ξενώνας, αέτωμα ξενοδοχείο ναύπλιο, αέτωμα ναύπλιο, αέτωμα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αέτωμα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αέρας στα ολλανδικά - air, ventileren, melodie, lucht, voorkomen, wijsje, deuntje, ...
  • αέριο στα ολλανδικά - gas, benzine, gas-, gassen, van gas
  • αίγλη στα ολλανδικά - autoriteit, prestige, gezag, betoverend, betovering, aantrekkingskracht, glamour, ...
  • αίθουσα στα ολλανδικά - gang, hal, Hall, zaal, zaal van
Τυχαίες λέξεις
Αέτωμα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: puntgevel, geveltop, gevel, gable, gevelspits