Λέξη: αέτωμα

Σχετικές λέξεις: αέτωμα

αέτωμα suites booking, αέτωμα του εκατομπέδου, αέτωμα σουίτες - ξενώνας, αέτωμα ξενοδοχείο ναύπλιο, αέτωμα ναύπλιο, αέτωμα suites, αέτωμα suites ναυπλιο, αέτωμα παρθενώνα, αέτωμα του παρθενώνα, αέτωμα suites nafplion

Συνώνυμα: αέτωμα

αέτωμα κτίριου

Μεταφράσεις: αέτωμα

αέτωμα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
gable, pediment, pediment of, the pediment, a pediment

αέτωμα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
aguilón, faldón, dos aguas, a dos aguas, hastial

αέτωμα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gabel, giebel, Giebel, Sattel, Giebels

αέτωμα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
comble, pignon, à pignon, deux versants, de pignon, à deux versants

αέτωμα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
timpano, frontone, vela, gable, a vela

αέτωμα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
empena, frontão, gable, duas águas, de duas águas

αέτωμα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
puntgevel, geveltop, gevel, gable, gevelspits

αέτωμα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
щипец, фронтон, двускатной, щипцовым, двускатная, с двускатной

αέτωμα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
gavl, Gable, gavlen, fond

αέτωμα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
gavel, gaveln

αέτωμα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pääty, gable, päädyssä, päädystä, päätykolmioineen

αέτωμα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
gavl, gavlen, gable

αέτωμα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
štít, lomenice, štítu, štítem, sedlová, štítové

αέτωμα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
szczyt, gable, dwuspadowy, szczytowa, szczytem

αέτωμα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
oromfal, oromzat, csúcs, házorom, Gable, nyeregtetős

αέτωμα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
üçgen çatı, beşik, üçgen, kalkan, gable

αέτωμα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
фронтон

αέτωμα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pjesë muri mbi kulm, Gable, çati, çati me majë, muri mbi kulm

αέτωμα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
фронтон, Гейбъл, Gable, фронтона, Двускатен

αέτωμα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
франтон

αέτωμα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
viil, katuseviil, viilkatusega, kelp, viilutorn, diagonaalsed

αέτωμα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zabat, zabatom, zabatni, zabata, zabatne

αέτωμα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gafl, Gable

αέτωμα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
stogo kraigas, dvišlaičiu, kraigo, Dvišlaičiai, fasadinį

αέτωμα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kore, Gable, Divslīpju, frontonu, frontons

αέτωμα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
фронтон, Гејбл, Гејбл во

αέτωμα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
fronton, Gable, frontonul, de fronton, Gable a

αέτωμα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
čelo, Zabat, bočne, bočne stene, čelom

αέτωμα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
štít, štítom
Τυχαίες λέξεις