Βαθυστόχαστος στα ολλανδικά

Μετάφραση: βαθυστόχαστος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
diep, diepgaand, diepzinnig, diepgaande, diepe
Βαθυστόχαστος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βαθυστόχαστος

βαθυστόχαστος συνώνυμα, βαθυστόχαστος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, βαθυστόχαστος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • βαθουλώνω στα ολλανδικά - schram, deuk, Dent, deukje, van Dent, deuken
  • βαθούλωμα στα ολλανδικά - schram, deuk, Dent, deukje, van Dent, deuken
  • βαθύς στα ολλανδικά - zwaar, raadselachtig, diep, laag, geheimzinnig, mysterieus, diepe, ...
  • βαθύτατα στα ολλανδικά - diep, ernstig, diepe, sterk, dieper
Τυχαίες λέξεις
Βαθυστόχαστος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: diep, diepgaand, diepzinnig, diepgaande, diepe