Diep στα ελληνικά
Μετάφραση: diep, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βαθύς, βαθυστόχαστος, βαθιά, βαθύ, βάθος, βαθιές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dienstwillig στα ελληνικά - πρόθυμος, συμβιβαστικός, υποδοχή, ελαστικοί, φιλόξενο, εξυπηρετικό
- dientengevolge στα ελληνικά - συνεπώς, άραγε, επομένως, κατά συνέπεια
- diepte στα ελληνικά - βάθος, βάθους, το βάθος, εμπεριστατωμένη, διεξοδική
- dier στα ελληνικά - κτήνος, ζώο, ζώων, των ζώων, ζωικής, ζωικών
Τυχαίες λέξεις
Diep στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βαθύς, βαθυστόχαστος, βαθιά, βαθύ, βάθος, βαθιές
Μεταφράσεις: βαθύς, βαθυστόχαστος, βαθιά, βαθύ, βάθος, βαθιές