Διατροφή στα ολλανδικά
Μετάφραση: διατροφή, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
dieet, voeding, voedsel
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διατροφή
διατροφή και υγεία, διατροφή στην εγκυμοσύνη, διατροφή για ουρικό οξύ, διατροφή σκύλου, διατροφή για διαβητικούς, διατροφή λεξικό γλώσσας ολλανδικά, διατροφή στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- διατομή στα ολλανδικά - kruispunt, kruising, snijpunt, knooppunt, intersectie
- διατριβή στα ολλανδικά - proefschrift, oponthoud, thesis, dissertatie, stelling, verhandeling, scriptie
- διατρυπώ στα ολλανδικά - doorboren, prikken, Pierce, doordring, doordringen
- διατυπώνω στα ολλανδικά - ontwerp, omtrek, verwoorden, formuleren, inkleden, zinsnede, betuigen, ...
Τυχαίες λέξεις
Διατροφή στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: dieet, voeding, voedsel
Μεταφράσεις: dieet, voeding, voedsel