Λέξη: διατροφή

Σχετικές λέξεις: διατροφή

διατροφή και υγεία, διατροφή στην εγκυμοσύνη, διατροφή για ουρικό οξύ, διατροφή σκύλου, διατροφή για διαβητικούς, διατροφή για όγκο και γράμμωση, διατροφή για γράμμωση, διατροφή όγκου, διατροφή για κοιλιακούς για αντρες, διατροφή γράμμωσης, διατροφη, διατροφή για κοιλιακούς, υγιεινή διατροφή, γαστρεντερίτιδα, θηλασμός, θηλασμός διατροφή, μεσογειακή διατροφή, γαστρεντερίτιδα διατροφή, θηλασμός και διατροφή, κολίτιδα διατροφή, γαστρεντεριτιδα, ορθομοριακή διατροφή, σπαστική κολίτιδα, σπαστική κολίτιδα διατροφή

Συνώνυμα: διατροφή

δίαιτα, συνέδριο, βουλή, τροφή, συντήρηση, διατήρηση

Μεταφράσεις: διατροφή

διατροφή στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
diet, nutrition, feeding, feed, eating

διατροφή στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
régimen, dieta, la dieta, dieta de, alimentación, de dieta

διατροφή στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
leicht, kalorienarm, diät, reichstag, abgeordnetenversammlung, schlankheitskur, nahrung, ernährung, Diät, Nahrung, Ernährung

διατροφή στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
régime, diète, diététique, dite, nourriture, alimentation, régime alimentaire, l'alimentation

διατροφή στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
dieta, la dieta, di dieta, alimentazione, dieta di

διατροφή στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
dado, morrer, dieta, alimentação, dieta de, de dieta, a dieta

διατροφή στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
dieet, voeding, voedsel

διατροφή στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пища, конгресс, парламент, питание, диета, стол, питаться, диеты, рацион, диетпитание

διατροφή στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
diett, kosthold, dietten, kostholdet, kosten

διατροφή στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
diet, kost, dieten, kosten

διατροφή στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
dieetti, ruokavalio, laihdutuskuuri, laihduttaa, ruokavaliossa, ruokavalion, ruokavaliota, ruokavalioon

διατροφή στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
diæt, kost, kosten, ernæring

διατροφή στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
strava, dietní, sněm, dieta, stravě, stravy

διατροφή στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pożywienie, wyżywienie, sejm, dieta, odchudzać, diety, diet, dietę

διατροφή στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fogyókúra, diéta, étrend, diétát, táplálkozás, étrendet

διατροφή στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
perhiz, rejim, diyet, beslenme, diyeti, bir diyet, diet

διατροφή στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
харчування, дієта, харчуватись, харчуватися, стіл

διατροφή στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dietë, dietë të, dietë e, dietën, dieta

διατροφή στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
диета, диетата, хранене, хранителен режим

διατροφή στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дыета

διατροφή στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
toitumine, dieet, maapäev, dieeti, dieedi, toitumise

διατροφή στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
hrana, dijeta, prehrana, ishrana, jelo, prehrane, prehrani

διατροφή στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
mataræði, fæði, megrunarkúr, fæðu, með mataræði

διατροφή στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
dieta, mityba, dietos, mitybos, mitybą

διατροφή στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
diēta, uzturs, diētu, uzturu, uzturā

διατροφή στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
исхрана, исхраната, диета, начинот на исхрана, диетата

διατροφή στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
regim, dietă, dieta, regim alimentar, dietei

διατροφή στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
dieta, prehrana, prehrane, dieto, prehrano

διατροφή στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
strava, diéta, Dieta

Στατιστικά δημοτικότητας: διατροφή

Τυχαίες λέξεις