Εγγράφομαι στα ολλανδικά

Μετάφραση: εγγράφομαι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aangeven, zich laten inschrijven, als student toelaten, laten inschrijven, matriculate, schrijf in
Εγγράφομαι στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εγγράφομαι

εγγράφομαι στα αγγλικα, εγγράφομαι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, εγγράφομαι στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • εβδομάδα στα ολλανδικά - week, reisaanbiedingen, weken, wekelijks
  • εβδομαδιαίος στα ολλανδικά - wekelijks, weekblad, wekelijkse, week, per week
  • εγγραφή στα ολλανδικά - registratie, aanmelding, opname, opnemen, de opname, het opnemen
  • εγγυητής στα ολλανδικά - garant, borg, garantiegever, zekerheidssteller, waarborg
Τυχαίες λέξεις
Εγγράφομαι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: aangeven, zich laten inschrijven, als student toelaten, laten inschrijven, matriculate, schrijf in