Λέξη: λιμάρω
Συνώνυμα: λιμάρω
ρινίζω, αρχειοθέτω, ταξινομώ αρχεία, βαδίζω κατά σειρά, ξύνω με ξυλοφάγον
Μεταφράσεις: λιμάρω
λιμάρω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
file, rasp
λιμάρω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
limar, fichero, lima, escofina, raspador, de raspador, del raspador, raspadora
λιμάρω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ordner, akte, brief, feilen, aktenmappe, einreiten, briefordner, feile, file, aktenordner, einordnen, kartei, reihe, datei, mappe, Raspel, raspeln, rasp, Feile
λιμάρω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
classement, répertoire, lime, dossier, recueil, mettre, file, fichier, registre, limer, classeur, classer, râpe, rasp, la râpe, une râpe
λιμάρω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ordinare, schedario, lima, raspa, rasp, raspare, raspa di, raspa in
λιμάρω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
arquivar, fila, lima, figura, grosa, raspagem, de raspagem, rasp
λιμάρω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vijl, dossier, bestand, rasp, schraper, raspen, gekras
λιμάρω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
дело, цепочка, папка, пилить, подшивать, отделка, дышло, шпилька, скоросшиватель, шеренга, колонна, хвост, пилка, очередь, пилочка, напильник, скрежет, рашпиль, рашпилем, строгать, терка
λιμάρω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kartotek, fil, brevordner, rasp, raspe, raspeblad, raspen
λιμάρω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
fil, rasp, raspen, raspa, raspar
λιμάρω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kansio, viila, rivi, syyttää, viilata, taltioida, kähinä, raspi, ärähtää, kirskunta, raspata
λιμάρω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fil, rasp, raspen, filen for
λιμάρω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rejstřík, fascikl, zařadit, pilník, stavět, založit, uložit, opilovat, kartotéka, pilovat, desky, vypilovat, rašple, škrabáku se, skřípění, rašplovat
λιμάρω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rejestr, akt, pilnik, plik, układać, skoroszyt, segregować, kartoteka, zbiór, piłować, akta, ewidencja, segregator, szpagat, registrator, rząd, zgrzyt, tarnik, zgrzytać, skrobaczka
λιμάρω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
iratcsomó, kartoték, adatállomány, akta, ráspoly, sor, reszelő, nyíróeszköz, ráspollyal
λιμάρω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
klasör, eğe, törpü, dosya, törpülemek, rencide etmek, kulak tırmalamak, sinir etmek
λιμάρω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
реєструвати, лаву, полірування, картотека, пиляти, скрегіт, скрежет, скреготаннє, скреготіння
λιμάρω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
nevrikos, fërkoj, gërvimë, gërvin, cingris
λιμάρω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
стържене, скрибуцане, пиля, изчегъртвам, казвам с рязък глас
λιμάρω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
скрыгат, скрогат, скрыгатанне, скрыгот, шоргат
λιμάρω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
viil, toimik, raspel, raspli, Käest, rasp, raspliga
λιμάρω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
turpijati, red, turpija, strugati, zveckati, oštar zvuk, trenica
λιμάρω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
rasp
λιμάρω στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
lima
λιμάρω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
byla, dildė, brūžiklis, džerškėjimas, brūžinti, džerškėti
λιμάρω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vīlīte, vīle, čīgāt, vīlēt, kasīt, skrāpvīle, kaitināt
λιμάρω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
малина, стружење, пила
λιμάρω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pilă, răzătoare, zăngănit, rade, rașpel, enerva
λιμάρω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
datoteka, spis, kilovat, rasp, Turpija, strgalni, čemer strgalni, strgalna
λιμάρω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pilník, spis, rašple, hrubý pilník, rašpľa