Καταλύω στα ολλανδικά
Μετάφραση: καταλύω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
katalyseren, te katalyseren, katalysator, katalyseren van, het katalyseren
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καταλύω
καταλύω ορισμός, καταλύω λεξικό, καταλύω κλίση, καταλύω αρχαία, καταλύω συνώνυμο, καταλύω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, καταλύω στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- καταλαμβάνω στα ολλανδικά - vorderen, bemachtigen, grijpen, bewonen, bekleden, bezetten, aangrijpen, ...
- καταλληλότητα στα ολλανδικά - geschiktheid, fitness, fitnesscentrum, fitnessruimte
- καταμέτρηση στα ολλανδικά - mate, maat, grootte, dimensie, afmeting, tellen, optellen, ...
- καταμερισμός στα ολλανδικά - bestemming, verdeling, verdeelsleutel, toerekening, omslag, de verdeling
Τυχαίες λέξεις
Καταλύω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: katalyseren, te katalyseren, katalysator, katalyseren van, het katalyseren
Μεταφράσεις: katalyseren, te katalyseren, katalysator, katalyseren van, het katalyseren