Λέξη: γεννήτρια

Σχετικές λέξεις: γεννήτρια

γεννήτρια pse 2800 a1, γεννήτρια υδρογόνου, γεννήτρια κωδικών στο facebook, γεννήτρια κωδικών, γεννήτρια βαλιτσάκι, γεννήτρια παλμών, γεννήτρια τυχαίων αριθμών, γεννήτρια ηλεκτρικού ρεύματος, γεννήτρια συστημάτων στοιχήματος, γεννήτρια πετρελαίου μεταχειρισμένη

Συνώνυμα: γεννήτρια

δυναμό, μηχανή που παράγει ηλεκτρισμό, ηλεκτρογενήτρια, γεννητόρας, γεννητώρ, παραγωγός, δημιουργός, ηλεκτρική γεννήτρια

Μεταφράσεις: γεννήτρια

γεννήτρια στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
generator, generator is, of generator, the generator, a generator

γεννήτρια στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
generador, generador de, del generador, el generador, generadora

γεννήτρια στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
stromerzeuger, erzeuger, generator, dynamo, Generator, Generators

γεννήτρια στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
auteur, générateur, génératrice, générateur de, électrogène, le générateur

γεννήτρια στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
generativo, generatore, generatore di, del generatore, elettrogeno

γεννήτρια στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
gerador, gerador de, do gerador, do gerador de, geradores

γεννήτρια στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
generator, generatoren, de generator, generator van

γεννήτρια στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
образующая, производитель, генератор, генератора, генератором, генераторов

γεννήτρια στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
generator, generator for, generatoren

γεννήτρια στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
generator, generatorn, generera, generera för

γεννήτρια στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
emäsuora, generaattori, generaattorin, generaattorit, generaattoria, generator

γεννήτρια στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
generator, generatoren, generatorer

γεννήτρια στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vyvíječ, generátor, generátoru, Generator, Generátorová, Elektrický generátor

γεννήτρια στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
generator, prądnica, wytwornica, generatora, generatorem

γεννήτρια στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
generátor, generátort, generátorral, generator

γεννήτρια στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
jeneratör, Generator, jeneratörü, üreteci, üreticisi

γεννήτρια στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
генератор, виробник

γεννήτρια στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gjenerator, gjeneratori, gjenerator i, gjenerator të, gjeneratorit

γεννήτρια στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
генератор, Генератор на, генератора

γεννήτρια στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
генератар, генератор

γεννήτρια στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
generaator, dünamo, generaatori, generaatorid, generator, generaatorit

γεννήτρια στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
generator, generatora, proizvođač

γεννήτρια στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
rafall, Generator

γεννήτρια στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
autorius, generatorius, generatoriaus, generatorių

γεννήτρια στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ģenerators, ģeneratoru, generator, ģeneratora

γεννήτρια στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
генератор, генераторот, генератор на, производител, енергија

γεννήτρια στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
generator, autor, Generator de, Generatorul, generatorului, Generatorul pentru

γεννήτρια στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
generátor, generator, generatorja, agregati, generatorjem, agregat

γεννήτρια στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
generátor

Στατιστικά δημοτικότητας: γεννήτρια

Τυχαίες λέξεις