Μαγεύω στα ουκρανικά

Μετάφραση: μαγεύω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
шарм, чари, привабливість, відьма, Ведьма
Μαγεύω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μαγεύω

μαγεύω ετυμολογια, μαγεύω συνώνυμα, μαγεύω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, μαγεύω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • μαγειρικός στα ουκρανικά - кухонний, кулінарний
  • μαγευτικός στα ουκρανικά - чарівний, зачарування, чарівне, прекрасний, чарівна
  • μαγιά στα ουκρανικά - роки, дріжджі
  • μαγικός στα ουκρανικά - чарівливий, чарівний, волхв, магія, магия
Τυχαίες λέξεις
Μαγεύω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: шарм, чари, привабливість, відьма, Ведьма