Λέξη: σκέπτομαι

Σχετικές λέξεις: σκέπτομαι

σκέπτομαι μα δεν υπάρχω, σκέφτομαι αρχαία, σκέφτομαι άρα υπάρχω

Συνώνυμα: σκέπτομαι

νομίζω, φρονώ, κρίνω, συλλογίζομαι, σχεδιάζω, θεωρώ, εξετάζω, λαμβάνω υπ' όψιν, μελετώ, διαλογίζομαι, κερδοσκοπώ, διασκέπτομαι, αναπολώ, ατενίζω, περιμένω

Μεταφράσεις: σκέπτομαι

σκέπτομαι στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
think, meditate, cogitate, speculate, contemplate

σκέπτομαι στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pensar, conceptuar, creer, opinar, meditar, meditate, medita, meditación, medite

σκέπτομαι στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
vorhaben, denken, voraussetzen, beabsichtigen, meditieren, zu meditieren, meditiert

σκέπτομαι στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
supposer, réfléchir, cogiter, pensez, raisonner, penser, songer, estimer, compter, juger, présumer, imaginer, pensons, pensent, croire, méditation, méditer, méditez, de méditer, médite

σκέπτομαι στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
presupporre, pensare, ritenere, meditare, meditazione, meditate, riflettere, medita

σκέπτομαι στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pensar, supor, achar, julgar, coisas, ver, pense, opinar, meditar, meditate, medite, medita, meditamos

σκέπτομαι στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vermoeden, denken, stellen, achten, veronderstellen, aannemen, geloven, menen, mediteren, mediteer, te mediteren, mediteert, meditate

σκέπτομαι στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
раздумать, находить, понимать, думать, считать, почитать, вспоминать, обдумать, помышлять, полагать, обдумывать, вдуматься, рассуждать, надумывать, подумать, задумываться, размышлять, медитировать, медитируют, медитируете

σκέπτομαι στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tro, mene, tenke, meditere, mediterer, å meditere, grunde, grunne

σκέπτομαι στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
mena, tycka, anta, tänka, meditera, mediterar, begrunda, meditation, att meditera

σκέπτομαι στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ajatella, tuumia, luulla, olettaa, tykätä, miettiä, muistaa, edellyttää, mietiskellä, meditoida, meditoimaan, mietiskelemään, meditate

σκέπτομαι στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
mene, tænke, meditere, mediterer, at meditere, meditation

σκέπτομαι στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rozmýšlet, myslet, hodlat, mínit, přemýšlet, myslit, soudit, zamýšlet, uvažovat, považovat, meditovat, rozjímat, medituj

σκέπτομαι στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zastanawiać, myśleć, sądzić, mniemać, uważać, pomyśleć, medytować, rozmyślać, rozważać, pomedytować, medytacji

σκέπτομαι στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
elmélkedik, meditálni, meditálunk, meditálsz, meditálj

σκέπτομαι στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sanmak, düşünmek, meditasyon, meditasyon yapmak, tefekkür

σκέπτομαι στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
знаходити, гадати, подумати, зчитати, находити, роздумувати, міркувати, розмірковувати, думати

σκέπτομαι στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mendoj, meditoj, meditoni, mendohem thellë, të mendohem thellë, të meditoni

σκέπτομαι στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
медитирам, размишлявам, замислям, медитирате, медитираме

σκέπτομαι στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
разважаць, думаць, раздумваць

σκέπτομαι στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
mõtlema, mediteerima, mediteerida, mediteeri, mõtisklema, mediteerivad

σκέπτομαι στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pomišljaju, razmisliti, razmišljajte, mislite, meditirati, razmišljati, meditiraju, meditiramo, meditira

σκέπτομαι στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hyggja, halda, álíta, hugleiða, íhuga, hugleiðslu, íhugar, stunda hugleiðslu

σκέπτομαι στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
puto

σκέπτομαι στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
galvoti, medituoti, mąstysiu, medituoja, apmąstyti

σκέπτομαι στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
domāt, apcerēt, gudrot, meditēt, meditē, pārdomāt

σκέπτομαι στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
медитираат, медитираме, медитирам, медитирате, медитира

σκέπτομαι στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
crede, medita, mediteze, meditezi, medităm, meditează

σκέπτομαι στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
misliti, meditirati, meditiramo, meditirajte, meditirate, meditirali

σκέπτομαι στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
mieni, myslieť, premýšľať, rozmýšľať, uvažovať
Τυχαίες λέξεις