Καθωσπρέπει στα πορτογαλικά

Μετάφραση: καθωσπρέπει, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
apropriado, hélice, fino, elegante, luxuosas, nobre, chique
Καθωσπρέπει στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καθωσπρέπει

καθωσπρέπει λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, καθωσπρέπει στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • καθυστερούμενα στα πορτογαλικά - atrasos, atraso, mora, atrasados, em atraso
  • καθυστερώ στα πορτογαλικά - detalhar, retomar, reconquistar, imbecil, deter, retardar, pormenorizar, ...
  • καθόλου στα πορτογαλικά - de modo nenhum, nada, não em todos, não a todos, nem um pouco
  • και στα πορτογαλικά - outrossim, demais, idem, ainda, também, mais, e, ...
Τυχαίες λέξεις
Καθωσπρέπει στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: apropriado, hélice, fino, elegante, luxuosas, nobre, chique