Λέξη: διαιρώ
Σχετικές λέξεις: διαιρώ
αφαιρώ στα αγγλικά, διαιρώ συνώνυμα, διαιρώ με διάφορους τρόπους, διαιρώ με διψήφιο διαιρέτη
Συνώνυμα: διαιρώ
μοιράζω, χωρίζω, διανέμω, διχάζω
Μεταφράσεις: διαιρώ
διαιρώ στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
divide, disunite, by dividing
διαιρώ στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
partir, dividir, separar, compartir, divisoria, brecha, división, divide
διαιρώ στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verteilen, teilung, wasserscheide, teilen, trennen, isolieren, Schere, dividieren, Kluft, divide
διαιρώ στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
fendre, divisez, démembrer, disperser, répartissez, scinder, briser, répartissent, séparer, diviser, répartissons, répartir, bifurquer, dissiper, partager, débiter, division, fracture, fossé, clivage
διαιρώ στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
spartire, dividere, divario, divide, divisione, spartiacque
διαιρώ στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
partir, divida, rachar, dividir, quebrar, desmembrar, fender, repartir, desprover, apartar, divisória, divisão, fosso, fractura
διαιρώ στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
afwateringsgebied, afscheiden, delen, afbreken, kloven, scheuren, doorklieven, schiften, afzonderen, splitsen, opsplitsen, verdelen, splijten, scheiden, kloof, verdeel
διαιρώ στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
разделяться, раздваивать, поделить, водораздел, поделиться, раздвоить, разделять, отрывать, дележ, делиться, разделение, делить, расчленять, распределять, разрыв, разделяй
διαιρώ στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
dele, skillet, dividere, skille
διαιρώ στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
skilja, dela, klyftan, klyfta, dividera
διαιρώ στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
valuma-alue, haarautua, erottaa, vedenjakaja, jakaa, hajaantua, halkoa, pirstoa, erota, haaroittaa, irrottaa, halkaista, jakautua, kahtiajaon, kuilun, kuilua
διαιρώ στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kløft, kløften, skel, dividere
διαιρώ στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rozdvojit, rozštěpit, dělit, rozdělit, rozdělovat, rozčlenit, předěl, propast, propasti, rozděl
διαιρώ στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rozwidlać, dzielenie, podzielić, wododział, różnić, porozdzielać, podzielać, podziel, przedzielać, skłócać, dwoić, dzielić, dzielić się, podział, przepaść
διαιρώ στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vízválasztó, szakadék, megosztottság, szakadékot, megosztottságot
διαιρώ στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ayırmak, ayrılmak, bölmek, bölme, böl, bölünme, uçurum
διαιρώ στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
розділити, ділити, розділяти, поділ, розділення, розподіл
διαιρώ στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ndaj, përçaj, ndarje, ndarje e, ndahet, rrip toke
διαιρώ στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
разделение, вододел, разделят, разделяй, пропаст
διαιρώ στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
падзел, раздзяленне
διαιρώ στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lahutama, jaotama, jagama, veelahe, lõhe, lõhet, jagada
διαιρώ στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dijeliti, podijeliti, divide, razdijeliti, odvojiti
διαιρώ στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
deila, skipta, gjá, bilið, deilum
διαιρώ στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
takoskyra, padalyti, susiskaidymas, skaldyk, dalyti
διαιρώ στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atšķirt, dalīt, sadalīt, plaisa, plaisu, šķirtne
διαιρώ στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
јаз, поделба, поделеност, поделбата, подели
διαιρώ στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
divide, divizare, decalaj, diviza, decalajului
διαιρώ στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
razkorak, divide, ločnica, prepad, razkoraka
διαιρώ στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rozdeliť, oddeliť, rozdeľovať, vydeliť, deliť, rozdelenie, rozdeliť náhradu
Τυχαίες λέξεις