Νέα στα πορτογαλικά
Μετάφραση: νέα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
notícia, novo, novidades, Notícias, de notícias, news
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: νέα
νέα ζηλανδία, νέα υόρκη, νέα σμύρνη, νέα δημοσκόπηση, νέα φλώρινα, νέα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, νέα στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- νάρθηκας στα πορτογαλικά - tala, splint, tala de, tampão, tamponamento
- νάρκη στα πορτογαλικά - observar, mina, minas, minar, estupor, mente, meu, ...
- νέκταρ στα πορτογαλικά - gravata, néctar, o néctar, de néctar, nectar, néctar de
- νέος στα πορτογαλικά - jovens, lhes, lhe, jovem, tu, contudo, novo, ...
Τυχαίες λέξεις
Νέα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: notícia, novo, novidades, Notícias, de notícias, news
Μεταφράσεις: notícia, novo, novidades, Notícias, de notícias, news