Λέξη: νέα

Σχετικές λέξεις: νέα

νέα ζηλανδία, νέα υόρκη, νέα σμύρνη, νέα δημοσκόπηση, νέα φλώρινα, νέα κρήτη, νέα παιδεία, νέα τηλεόραση, νέα δημοκρατία, νέα ελλάδα, τα νέα, νέα ιωνία, τελευταία νέα, αθλητικά νέα, νέα ερυθραία, νέα φιλαδέλφεια, νέα μάκρη, κατοχικά νέα, πράσινα νέα, νέα ειδήσεις, νέα θεσσαλονίκης

Συνώνυμα: νέα

ειδήσεις, νέο, χαμπάρι, νεανίδα, κόρη, δεσποινίς, είδηση

Μεταφράσεις: νέα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
news, new, a new, the new, novel
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
nueva, novedad, noticias, noticia, de noticias, noticias de, las noticias
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
nachricht, neuigkeit, neuen, neuigkeiten, nachrichten, Nachrichten, Neuigkeiten, Nachricht, News
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
renseignement, innovation, nouvelle, nouvelles, nouveauté, bruit, actualités, information
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
novità, notizie, notizia, Novità, di notizie, notizie su
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
notícia, novo, novidades, Notícias, de notícias, news
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
nieuwigheid, nieuwtje, nieuws, News, Nieuwsbrief, nieuws van, het nieuws
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
весточка, новь, известия, уведомление, новинка, кинохроника, сообщение, известие, новость, донесение, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
etterretning, nyheter, News, Nyhetsbrev, nyheten, nyhetene
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
nyhet, nyheter, news, nyheterna, nyhets, nyheten
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
uutinen, uutiset, uutisia, News
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
nyheder, News, nyhed, nyt, nyheden
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zpráva, zprávy, novinka, novinky, aktuality
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
gazeta, nowina, nowość, wiadomość, wieść, partyjka, aktualności, informacja
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hírek, hír, Hírek, News, híreket, hírt
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
haber, haberler, haberleri, news, bir haber
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
новині, звістки, вість, звістка, новини, новина, Новости, новини України
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lajm, lajmeve, lajm i, e lajmeve, lajme të
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
новости, новини, новина, News, на училища
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
навіны
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
uudised, uudis, uudiseid, uudiste, news
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
vijesti, novost, novine, vijest, novosti, Novosti, News, je vijest
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fregn, fréttir, tíðindi, fréttirnar, News, Heimild Fréttir, Leita
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
naujiena, naujienos, naujienų, news, žinia
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ziņas, ziņa, jaunumi, News, ziņu
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
вести, вест, вестите, веста, новости
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
noutate, știri, de știri, veste, Noutăți despre, noutăți
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
novice, poročila, novinka, news, novica, novic, Aktualno
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
novinka, novinky, správy, správ, správu, správe, správa

Στατιστικά δημοτικότητας: νέα

Τυχαίες λέξεις