Σχηματισμός στα πορτογαλικά

Μετάφραση: σχηματισμός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
formação, formação de, a formação, de formação, a formação de
Σχηματισμός στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σχηματισμός

σχηματισμός αορίστου, σχηματισμός παρακειμένου αρχαία ελληνικά, σχηματισμός επιθέτων, σχηματισμός τακτικού αποθεματικού, σχηματισμός φρυδιών, σχηματισμός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, σχηματισμός στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • σχετικός στα πορτογαλικά - parente, relativo, relativa, relação, em relação
  • σχηματίζω στα πορτογαλικά - modelar, forma, jeito, rasa, maneira, feitio, fascinante, ...
  • σχισμή στα πορτογαλικά - entalhe, brecha, fenda, inclinação, ranhura, slot de, compartimento
  • σχιστόλιθος στα πορτογαλικά - ardósia, lousa, slate, de ardósia, chapa
Τυχαίες λέξεις
Σχηματισμός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: formação, formação de, a formação, de formação, a formação de