Λέξη: γιατρεύω
Συνώνυμα: γιατρεύω
θεραπεύω, ιατρεύω, παστώνω, ταριχεύω
Μεταφράσεις: γιατρεύω
γιατρεύω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
heal, The Metropolitan, Metropolitan
γιατρεύω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
encarnar, curar, cicatrizarse, sanar, cicatrizar, curarse, sanar a, curar a
γιατρεύω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kurieren, heilen, zu heilen, Heilung, heilt
γιατρεύω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
soigner, traiter, guérir, soigne, guérison, cicatriser
γιατρεύω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
risanare, rimarginare, sanare, guarire, curare, guarigione, guarire le
γιατρεύω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sarar, curar, matrizes, cicatrizar, heal, cure
γιατρεύω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
genezen, helen, te genezen, te helen, geneest
γιατρεύω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
излечивать, заживляться, заживлять, врачевать, излечить, зажить, заживать, лечить, заживить, исцелять, вылечить, уврачевать, залечивать, зарубцовываться, отхаживать, исцелить, залечить, заживают
γιατρεύω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
helbrede, lege, kurere, gro, å helbrede, leges
γιατρεύω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
läka, bota, hela, läker, att läka
γιατρεύω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
parantaa, parantua, parantamaan, parannan, parane
γιατρεύω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
helbrede, hele, at helbrede, heles, heale
γιατρεύω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
uzdravit, hojit, léčit, zhojit, zacelit, vyléčit, hojí
γιατρεύω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wydobrzeć, uśmierzyć, uzdrawiać, uleczyć, zagoić, wyleczyć, uspokajać, łagodzić, uzdrowić, leczyć, goić, bliźnić
γιατρεύω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gyógyít, gyógyítani, meggyógyítani, gyógyítsa, gyógyul
γιατρεύω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
iyileştirmek, iyileşmek, iyileşmesi, iyileşir, heal
γιατρεύω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вилікувати, гоїтися, загоїтися, виліковувати, зцілювати, зціляти, вздоровляти, перев'язати
γιατρεύω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shëroj, shërohet, shëruar, të shëruar, shërojë
γιατρεύω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
лекувам, лекува, излекува, изцели, се лекува
γιατρεύω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
вылечваць, ацаляць, аздараўляць, лячыць, аздараўляць змучаных
γιατρεύω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
paranema, ravima, tervendama, tervendada, paraneda, ravib
γιατρεύω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
izliječiti, liječiti, ozdravi, iscijeliti, liječe
γιατρεύω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
græða, gróa, lækna, læknað, að lækna
γιατρεύω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
išgydyti, gydyti, gydo, gyti, išgydysiu
γιατρεύω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
izārstēt, dziedēt, dziedināt, dziedinātu, sadzīt, dziedini
γιατρεύω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
лекува, се лекува, заздрави, исцели, излекува
γιατρεύω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
vindeca, vindece, se vindece, se vindeca, vindecă
γιατρεύω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zdraviti, pozdravi, ozdravi, zacelijo, ozdraviti
γιατρεύω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
liečiť