Λιώνω στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: λιώνω, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
отпад, отпадот, губите, трошете, загубиме
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λιώνω
λιώνω ή λειώνω, λιώνω για σένα, λιώνω και το ξερεις, λιώνω - xatzifrageta, λιώνω λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, λιώνω στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- λιχνίζω στα σλαβομακεδονικά - Вејка, winnow
- λιχουδιά στα σλαβομακεδονικά - деликатес, деликатност, деликатеси, деликатноста, нежноста
- λοίμωξη στα σλαβομακεδονικά - инфекција, инфекцијата, инфекции, инфекција на, инфекција со
- λογάριθμος στα σλαβομακεδονικά - логаритам, логаритамски, логаритамот, логаритми
Τυχαίες λέξεις
Λιώνω στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: отпад, отпадот, губите, трошете, загубиме
Μεταφράσεις: отпад, отпадот, губите, трошете, загубиме