Λέξη: αστιγματικός

Μεταφράσεις: αστιγματικός

αστιγματικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
astigmatic

αστιγματικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
astigmático, astigmática, astigmatismo, astigmatic, de astigmatismo

αστιγματικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
astigmatische, Astigmatismus, astigmatischen, astigmatisches

αστιγματικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
astigmate, astigmatique, astigmatisme, d'astigmatisme, astigmates

αστιγματικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
astigmatico, astigmatica, astigmatic, astigmatici, astigmatismo

αστιγματικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
astigmatic, astigmática, astigmatismo, astigmãtico, astigmático

αστιγματικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
astigmatische, astigmatisch, astigmatisme, de astigmatische, van astigmatisme

αστιγματικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
астигматический, астигматическое, астигматическая, астигматического, астигматическим

αστιγματικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
astigmatic, astigmatisk, astigmatiske

αστιγματικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
astigmatisk, astigmatiska, astigmatiskt, astigmatic, astigmatiker

αστιγματικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
astigmaattinen, hajataittoinen, astigmaattisen, astigmaattiset, astigmaatikoille

αστιγματικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
astigmatisk, astigmatiske

αστιγματικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
astigmatický, astigmatická, astigmatickou, astigmatické

αστιγματικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
astygmatyczny, niezborny, Astigmatic, astygmatyzm, astygmatyczna, astygmat

αστιγματικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
asztigmiás, szemtengelyferdülés, aszférikus, asztigmatikus, asztigmiás betegek

αστιγματικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
astigmat, astigmatik, astigmatic, hasta sadece astigmat, astigmatlı

αστιγματικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
астигматичний, астигматичні, астигматичного, астигматичних, астігматіческіх, астігматіческімі

αστιγματικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
astigmatic

αστιγματικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
астигматичната, астигматична, астигматизъм

αστιγματικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
астигматический

αστιγματικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
astigmaatilisi, astigamaatilisem, astigmaatilist, astigmaatilise, astigmatismi

αστιγματικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
astigmatičan

αστιγματικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
astigmatic

αστιγματικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
Keratektomia, Vidinis Keratektomia

αστιγματικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
astigmatic

αστιγματικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
astigmatic

αστιγματικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
astigmatic, astigmatism, astigmatica, astigmatică, astigmatice

αστιγματικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Astigmatičan

αστιγματικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
astigmatický, astigmatická
Τυχαίες λέξεις