Läbimõõt στα ελληνικά
Μετάφραση: läbimõõt, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διάμετρος, διάμετρο, διαμέτρου, με διάμετρο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- läbimõeldud στα ελληνικά - νουνεχής, συνετός, σκέψη, σκέψης, τη σκέψη, της σκέψης, η σκέψη
- läbimõeldus στα ελληνικά - προμελέτη, φροντίδα, προνοητικότητα, σύνεση
- läbinisti στα ελληνικά - κατάκαρδα, βαθύτατα, εντελώς, τελείως, πλήρως, απολύτως, πλήρη
- läbinägelik στα ελληνικά - πανέξυπνος, τετραπέρατος, διορατικός, καπάτσος, έξυπνος, προφητικός, προφητικό, ...
Τυχαίες λέξεις
Läbimõõt στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διάμετρος, διάμετρο, διαμέτρου, με διάμετρο
Μεταφράσεις: διάμετρος, διάμετρο, διαμέτρου, με διάμετρο