Λέξη: σπονδυλωτό
Σχετικές λέξεις: σπονδυλωτό
σπονδυλωτό πρόγραμμα ειδικής αγωγής, σπονδυλωτό ζώο, χελώνα σπονδυλωτό, σπονδυλωτό φλάουτο, βάτραχος σπονδυλωτό, σπονδυλωτό εξ αποστάσεως, σπονδυλωτό μυθιστόρημα
Μεταφράσεις: σπονδυλωτό
σπονδυλωτό στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
vertebrate, modular, a vertebrate, the vertebrate
σπονδυλωτό στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
vertebrado, vertebrados, de vertebrados, los vertebrados, de vertebrado
σπονδυλωτό στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
wirbeltier, Wirbeltier, Wirbel, Vertebraten, Wirbeltieren
σπονδυλωτό στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
vertébral, vertèbre, vertébré, vertébrés, des vertébrés, de vertébrés, de vertébré
σπονδυλωτό στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
vertebrato, vertebrati, dei vertebrati, Vertebrato Vista, uno vertebrato
σπονδυλωτό στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
vertebrado, vertebrados, de vertebrados, dos vertebrados, um vertebrado
σπονδυλωτό στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gewerveld, gewervelde, vertebrate, vertebraat, vertebraten
σπονδυλωτό στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
позвоночное животное, позвоночный, позвоночных, позвоночное, позвоночным
σπονδυλωτό στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
virveldyr, vertebrate, vertebrat, hos virveldyr
σπονδυλωτό στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
vertebrat, ryggradsdjur, vertebrate, ryggradsdjuret
σπονδυλωτό στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
selkärankainen, selkärankaisten, selkärankaisilla, selkärankaisen, selkärankaisia
σπονδυλωτό στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
hvirveldyr, vertebrat, hvirveldyret, vertebraten
σπονδυλωτό στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
obratlový, obratlovců, vertebrae, obratlovec, vertebrate
σπονδυλωτό στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kręgowiec, kręgowców, kręgowca, kręgowych
σπονδυλωτό στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gerinces, a gerinces, gerincesek, gerinceseken, gerinceseken végzett
σπονδυλωτό στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
omurgalı, bir omurgalı, omurgalı bir, omurgalıların
σπονδυλωτό στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
хребці, хребетна тварина, хребетний тварина
σπονδυλωτό στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kurrizor, vertebror, kovalente, kërbishtor, lidhje kovalente
σπονδυλωτό στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
гръбначен, гръбначно животно, гръбначно, върху гръбначни
σπονδυλωτό στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пазваночных жывёл, пазваночныя жывёлы, хрыбтовай жывёлы, хрыбетных жывёл, хрыбтовымі жывёламі
σπονδυλωτό στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
selgroogne, selgroogsete, selgroogseid, selgroogsetel, selgroogse
σπονδυλωτό στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kralježnjaci, kičmenjaci, kralježnjaka, kralježnjak, kralježnjaku, kičmenjak
σπονδυλωτό στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hryggdýr
σπονδυλωτό στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
stuburinis, stuburinių, kuris stuburinis, su stuburiniais gyvūnais, stuburiniai
σπονδυλωτό στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
mugurkaulnieks, mugurkaulniekiem, mugurkaulnieku, mugurkaulnieka, Mugurkaulinieku
σπονδυλωτό στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
рбетни
σπονδυλωτό στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
vertebrat, animale vertebrate, vertebrate, de vertebrate, vertebratelor
σπονδυλωτό στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vretenčar, vretenčarjev, vretenčarji, vrste vretenčarjev
σπονδυλωτό στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
stavovcov, stavovce, stavovcoch, na stavovcoch, pre stavovce
Τυχαίες λέξεις