Lõpetaja στα ελληνικά
Μετάφραση: lõpetaja, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απόφοιτος, αποφοιτώ, τελειωτής, τελικού επεξεργαστή, τελικό επεξεργαστή, τελικός επεξεργαστής, finisher
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- lõoke στα ελληνικά - κορυδαλλός, Lark, Κορυδαλος, κορυδαλός, αφροντισία
- lõopistrik στα ελληνικά - ενασχόληση, δεντρογέρακας, χόμπι, Hobby, Χόμπυ, το χόμπι
- lõpetama στα ελληνικά - ρανίδα, τελειώνω, σταγόνα, παύω, μειώνομαι, τέλος, κοντά, ...
- lõpetamata στα ελληνικά - ημιτελής, ημιτελή, ημιτελές, ημιτελών, ημιτελείς
Τυχαίες λέξεις
Lõpetaja στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απόφοιτος, αποφοιτώ, τελειωτής, τελικού επεξεργαστή, τελικό επεξεργαστή, τελικός επεξεργαστής, finisher
Μεταφράσεις: απόφοιτος, αποφοιτώ, τελειωτής, τελικού επεξεργαστή, τελικό επεξεργαστή, τελικός επεξεργαστής, finisher