Λέξη: εξουσιοδότηση

Σχετικές λέξεις: εξουσιοδότηση

εξουσιοδότηση έντυπο, εξουσιοδότηση δεη, εξουσιοδότηση δικηγόρου, εξουσιοδότηση word, εξουσιοδότηση για ποινικό, εξουσιοδότηση για μεταβίβαση αυτοκινήτου εντυπο, εξουσιοδότηση για τράπεζα, εξουσιοδότηση κεπ, εξουσιοδότηση υπογραφής, εξουσιοδότηση στα αγγλικά, εξουσιοδοτηση

Συνώνυμα: εξουσιοδότηση

διάταγμα, ένταλμα, εγγύηση, αντιπροσωπεία, αποστολή, επιτροπή

Μεταφράσεις: εξουσιοδότηση

εξουσιοδότηση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
commission, authorization, warranty, delegation, delegated, authorized

εξουσιοδότηση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
comisión, comité, encargo, encargar, autorización, la autorización, autorización de, de autorización, una autorización

εξουσιοδότηση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
komitee, amt, offizierspatent, weisung, vollmacht, tätigkeit, anzahlung, vergütung, auftrag, kommission, provision, abordnung, delegation, dienst, aufgabe, Genehmigung, Zulassung, Ermächtigung, Berechtigungs, Berechtigung

εξουσιοδότηση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
commissionnent, commissionnons, commande, charger, commissionnez, commission, mandater, mandat, bureau, délégation, commander, ordre, autoriser, consigne, commandement, procuration, autorisation, l'autorisation, une autorisation, agrément

εξουσιοδότηση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
comitato, provvigione, commissione, giunta, delega, autorizzazione, dell'autorizzazione, di autorizzazione, un'autorizzazione, l'autorizzazione

εξουσιοδότηση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
comissão, comité, junta, autorização, autorização de, de autorização, a autorização, autorização de introdução

εξουσιοδότηση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
comité, commissie, boodschap, afvaardiging, delegatie, opdracht, machtiging, autorisatie, volmacht, vergunning, toestemming

εξουσιοδότηση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
доверенность, договоренность, назначить, полномочие, делегация, назначать, комиссия, поручение, разрешение, Авторизация, авторизации, разрешения, авторизацию

εξουσιοδότηση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kommisjon, provisjon, autorisasjon, Fullmakten, fullmakt, tillatelse, godkjenning

εξουσιοδότηση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
fullmakt, provision, nämnd, kommission, tillstånd, auktorisation, godkännande, godkännandet

εξουσιοδότηση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
komennus, valtuuskunta, tilaus, komissio, komitea, lautakunta, valiokunta, käskeä, myyntipalkkio, delegaatio, määräys, lupa, luvan, lupaa, valtuutuksen, Valtuutus

εξουσιοδότηση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
udvalg, tilladelse, godkendelse, tilladelsen, bemyndigelse, godkendelsen

εξουσιοδότηση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zakázka, zmocnit, zplnomocnění, provize, výbor, zplnomocnit, příkaz, komise, pověřit, povolení, oprávnění, autorizace, registraci, oprávnění k

εξουσιοδότηση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zlecić, urząd, zlecać, upełnomocnić, prowizja, pełnomocnictwo, mianować, komis, komisja, rozkaz, upełnomocniać, zamówienie, autoryzacja, upoważnienie, Zezwolenie, pozwolenia na dopuszczenie, autoryzacji

εξουσιοδότηση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
bizomány, bizottság, véghezvitel, engedély, engedélyezési, engedélyt, engedélyezés, engedélyezésére

εξουσιοδότηση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
komisyon, kurul, komite, yetki, yetkilendirme, izin, yetkisi, onay

εξουσιοδότηση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
комісія, призначити, дозвіл, роздільна здатність, здатність, вирішення, роздільну здатність

εξουσιοδότηση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
porosis, autorizim, autorizimi, autorizimit, i autorizimit, autorizimi i

εξουσιοδότηση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
упълномощаване, разрешение, разрешение за, разрешително, на разрешение

εξουσιοδότηση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дазвол, разрозненне, вырашэнне, раздзяленне, дазволу

εξουσιοδότηση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
volitus, volitama, luba, loa, lubade, lubade andmise, loa andmise

εξουσιοδότηση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
komision, provizije, provizija, komisijom, autorizacija, ovlaštenje, autorizaciju, Odobrenje, autorizacije

εξουσιοδότηση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
heimild, leyfi, Heimildin, leyfið, heimildir

εξουσιοδότηση στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
mandatum

εξουσιοδότηση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
leidimas, leidimo, leidimą, leidimų, autorizacijos

εξουσιοδότηση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
misija, komiteja, delegācija, atļauja, atļauju, atļaujas, pilnvarojums, atĜauja

εξουσιοδότηση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
овластување, авторизација, овластувањето, дозвола, одобрение

εξουσιοδότηση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
misiune, comitet, autorizație, autorizare, autorizației, autorizații, de autorizare

εξουσιοδότηση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
dovoljenje, dovoljenje za, dovoljenja, odobritev, pooblastilo

εξουσιοδότηση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
úkol, povolenia, povolenie, povolení, autorizácie, oprávnenie

Στατιστικά δημοτικότητας: εξουσιοδότηση

Τυχαίες λέξεις