Neto στα ελληνικά

Μετάφραση: neto, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δίχτυ, καθαρά, καθαρός, καθαρή, καθαρού
Neto στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • nepotism στα ελληνικά - νεποτισμός, νεποτισμό, νεποτισμού, του νεποτισμού, ο νεποτισμός
  • nepp στα ελληνικά - μπεκατσίνι
  • neurasteenia στα ελληνικά - νευρασθένεια, νευρασθένειας, τη νευρασθένεια, της νευρασθένειας, νευρασθενειών
  • neutraalne στα ελληνικά - ουδέτερος, νεκρό, ουδέτερο, ουδέτερη, ουδέτερα, ουδέτερες
Τυχαίες λέξεις
Neto στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δίχτυ, καθαρά, καθαρός, καθαρή, καθαρού