Ασύμπτωτο στα αγγλικά
Μετάφραση: ασύμπτωτο, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
asymptote, asymptotic, asymptote of
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ασύμπτωτο
ασύμπτωτο λεξικό γλώσσας αγγλικά, ασύμπτωτο στα αγγλικά
Μεταφράσεις
- ασύλληπτος στα αγγλικά - elusive, uncaught, inconceivable, at large, unimaginable
- ασύμμετρος στα αγγλικά - asymmetric, incommensurate, chiral, asymmetrical
- ασύρματο στα αγγλικά - wireless, cordless, radio, Wi, a wireless
- ασύστολα στα αγγλικά - impudently, shamelessly, brazenly, blatantly
Τυχαίες λέξεις
Ασύμπτωτο στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: asymptote, asymptotic, asymptote of
Μεταφράσεις: asymptote, asymptotic, asymptote of