Nimelt στα ελληνικά

Μετάφραση: nimelt, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συγκεκριμένα, ήτοι, ρητώς, δηλαδή, και συγκεκριμένα, ιδίως
Nimelt στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • nimekiri στα ελληνικά - κατάλογος, λίστα, κατάλογο, καταλόγου, λίστας
  • nimel στα ελληνικά - για λογαριασμό, εξ ονόματος, εξ ονοματος, εκ μέρους
  • nimestik στα ελληνικά - δείκτης, ευρετήριο, δείκτη, ευρετηρίου, του δείκτη
  • nimetama στα ελληνικά - αναφορά, αναφέρω, αναφέρομαι, παραπέμπω, ορίσει, διορίσει, ορίσουν, ...
Τυχαίες λέξεις
Nimelt στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συγκεκριμένα, ήτοι, ρητώς, δηλαδή, και συγκεκριμένα, ιδίως