Συγκεκριμένα στα εσθονικά

Μετάφραση: συγκεκριμένα, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
nimelt, just, eriti, konkreetselt, spetsiaalselt, eelkõige, spetsiifiliselt
Συγκεκριμένα στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συγκεκριμένα

συγκεκριμένα συνώνυμο, συγκεκριμένα και αφηρημένα ουσιαστικά, συγκεκριμένα στα αγγλικα, συγκεκριμένα ουσιαστικά, συγκεκριμένα αγγλικά, συγκεκριμένα λεξικό γλώσσας εσθονικά, συγκεκριμένα στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • συγκατάθεση στα εσθονικά - nõusolek, võimaldama, kooskõlastama, nõustuma, nõusoleku, nõusolekul, nõusolekut, ...
  • συγκατανεύω στα εσθονικά - nõustuma, nõusolek, soostuma, sygkatanefo
  • συγκεκριμένος στα εσθονικά - tajutav, spetsiifiline, kindel, eriomane, betoon, konkreetne, teatud, ...
  • συγκεντρώνομαι στα εσθονικά - näima, krookima, koguma, kontsentraat, kontsentreeruma, keskenduma, keskenduda, ...
Τυχαίες λέξεις
Συγκεκριμένα στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: nimelt, just, eriti, konkreetselt, spetsiaalselt, eelkõige, spetsiifiliselt