Poni στα ελληνικά

Μετάφραση: poni, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αλογάκι, πόνυ, πόνι, pony, με πόνυ
Poni στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ettevaatamatus στα ελληνικά - incautiousness
  • lõbutsema στα ελληνικά - ξεφαντώνω, έχουν, έχει, πρέπει, έχετε, διαθέτουν
  • massimõrv στα ελληνικά - μακελειό, σφαγή, Η, Το, ο, την, τη
  • nakkusohtlik στα ελληνικά - κολλητικός, μολυσματικός, μολυσματικών, λοιμώδη, λοιμωδών, μολυσματικές
Τυχαίες λέξεις
Poni στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αλογάκι, πόνυ, πόνι, pony, με πόνυ