Proov στα ελληνικά

Μετάφραση: proov, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δοκίμιο, δοκίμια, έκθεση, δείγμα, πηγαίνω, δοκιμάζω, πρόβες, γεύομαι, δείγματος, του δείγματος, δειγμάτων, το δείγμα
Proov στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ebanormaalne στα ελληνικά - ανώμαλος, ασυνήθης, ανώμαλη, μη φυσιολογική, μη φυσιολογικές
  • kulm στα ελληνικά - φρύδι, μέτωπο, φρυδιού, brow, του φρυδιού
  • lõunarist στα ελληνικά - ο, Το, Η, την, τη
  • moraalikindlus στα ελληνικά - ηθική, ηθικό, ηθικής, ηθικές, ηθικά
Τυχαίες λέξεις
Proov στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δοκίμιο, δοκίμια, έκθεση, δείγμα, πηγαίνω, δοκιμάζω, πρόβες, γεύομαι, δείγματος, του δείγματος, δειγμάτων, το δείγμα