Op στα ελληνικά

Μετάφραση: op, Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χάσμα, κενό, ΕΠ, ΟΡ, Ε.Π., του ΕΠ
Op στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • olbogi στα ελληνικά - αγκώνας, Αγκώνες, γωνίες, Οι αγκώνες, τους αγκώνες, αγκώνων
  • olía στα ελληνικά - λάδι, πετρέλαιο, έλαιο, πετρελαίου, ελαίου
  • opinn στα ελληνικά - ανοίγω, ανοιχτός, εγκαινιάζω, ανοικτός, ανοιχτό, ανοικτή, ανοικτό
  • opinskár στα ελληνικά - ντόμπρος, ειλικρινής, Candid, ειλικρινή, ειλικρινείς, τις ειλικρινείς
Τυχαίες λέξεις
Op στα ελληνικά - Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χάσμα, κενό, ΕΠ, ΟΡ, Ε.Π., του ΕΠ