Dispersar στα ελληνικά
Μετάφραση: dispersar, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποσπώ, σκορπίζω, διασκορπίζομαι, διασπείρω, διασπώ, διασκορπίζω, διασπείρει, διασκορπίσει, διασπείρουν, διασκορπίζονται, διασπείρονται
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dispensar στα ελληνικά - δικαιολογία, απαλλάσσω, συγχωρώ, αφορμή, απαλλαγμένος, απαλλάξει, να απαλλάξει, ...
- dispensario στα ελληνικά - ιατρείο, φαρμακείου, φαρμακευτικό εργαστήριο, ιατρείο του, υγειονομικού κέντρου
- dispersión στα ελληνικά - διασπείρω, σκορπίζω, διασπορά, διασκορπίζω, διασκορπίζομαι, διασποράς, διασκορπισμού, ...
- disperso στα ελληνικά - αραιός, διασκορπισμένα, διασκορπίζονται, διασπείρονται, διασκορπίζεται, διεσπαρμένα
Τυχαίες λέξεις
Dispersar στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποσπώ, σκορπίζω, διασκορπίζομαι, διασπείρω, διασπώ, διασκορπίζω, διασπείρει, διασκορπίσει, διασπείρουν, διασκορπίζονται, διασπείρονται
Μεταφράσεις: αποσπώ, σκορπίζω, διασκορπίζομαι, διασπείρω, διασπώ, διασκορπίζω, διασπείρει, διασκορπίσει, διασπείρουν, διασκορπίζονται, διασπείρονται