Erección στα ελληνικά

Μετάφραση: erección, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανέγερση, στύση, στύσης, ανέγερσης, της στύσης
Erección στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • equívoco στα ελληνικά - διφορούμενος, ασάφεια, διφορούμενα, διφορούμενη, διφορούμενο, αμφίβολα
  • era στα ελληνικά - ηλικία, εποχή, εποχής, περίοδο, την εποχή, περιόδου
  • erizarse στα ελληνικά - ανατριχιάζω, τρίχα, γουρουνότριχα, τριχών, τρίχες, τρίχας
  • erizo στα ελληνικά - σκατζόχοιρος, σκαντζόχοιρος, τύπου ακανθόχοιρου
Τυχαίες λέξεις
Erección στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανέγερση, στύση, στύσης, ανέγερσης, της στύσης