Diritto στα ελληνικά
Μετάφραση: diritto, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναστηλώνω, δοκάρι, ορθώνω, δικαίωμα, ευθύς, ανεγείρω, σωστός, ίσιος, νόμος, όρθιος, δεξιός, τίμιος, δεξιά, δικαιώματος, σωστά, το δικαίωμα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dirigibile στα ελληνικά - αεροσκάφος, αερόπλοιο, αερόπλοιου, airship, αεροπλοίου
- dirimpetto στα ελληνικά - απέναντι, αντίθετο, απέναντι από, αντίθετη, αντίθετες
- dirittura στα ελληνικά - ακεραιότητα, ευθύτητα, την ευθύτητα, uprightness, ευθύτης, ευθύτητος
- diroccare στα ελληνικά - χαλώ, ρήμαγμα, χαντακώνω
Τυχαίες λέξεις
Diritto στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναστηλώνω, δοκάρι, ορθώνω, δικαίωμα, ευθύς, ανεγείρω, σωστός, ίσιος, νόμος, όρθιος, δεξιός, τίμιος, δεξιά, δικαιώματος, σωστά, το δικαίωμα
Μεταφράσεις: αναστηλώνω, δοκάρι, ορθώνω, δικαίωμα, ευθύς, ανεγείρω, σωστός, ίσιος, νόμος, όρθιος, δεξιός, τίμιος, δεξιά, δικαιώματος, σωστά, το δικαίωμα