Λέξη: αβέβαιος

Σχετικές λέξεις: αβέβαιος

αβέβαιος συνωνυμα, βέβαιος συνώνυμο

Συνώνυμα: αβέβαιος

ασαφής, αόριστος, ακαθόριστος, όχι βέβαιος, αμφίλογος, διφορούμενος, άστατος, ακροσφαλής

Μεταφράσεις: αβέβαιος

αβέβαιος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
uncertain, unsure, precarious, vague, tentative

αβέβαιος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
incierto, dudoso, precario, inseguro, indeciso, incierta, inciertas, inciertos, incertidumbre

αβέβαιος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
unsicher, veränderlich, ungewiss, unsicheren, unsichere, ungewissen

αβέβαιος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
précaire, indécis, inconstant, chancelant, chanceux, aléatoire, variable, incertain, problématique, incertaine, incertaines, incertains, incertitude

αβέβαιος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
incerto, malsicuro, incerta, incerti, incerte, incertezza

αβέβαιος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
incerto, duvidoso, incerta, incertos, incertas, incerteza

αβέβαιος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onbepaald, onzeker, onzekere, zeker, onzeker is, onzekerheid

αβέβαιος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сомнительный, неурочный, ненадежный, неуверенный, сомневающийся, неопределенный, изменчивый, капризный, неопределимый, переменчивый, неопределенным, неясный, неопределенной, неопределенными

αβέβαιος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
usikker, uviss, utrygg, usikkert, usikre, usikkerhet, usikker på

αβέβαιος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
osäker, tveksam, oviss, osäkert, osäkra, osäkerhet

αβέβαιος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
epävakainen, epätietoinen, epävarma, kyseenalainen, epävakaa, muuttuva, epävarmaa, epävarmoja, epävarmat

αβέβαιος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
usikker, usikre, usikkert, usikkerhed

αβέβαιος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nejistý, proměnlivý, neurčitý, nestálý, problematický, pochybný, nejisté, nejistá, jisté, jisti

αβέβαιος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wątpliwy, niepewny, niepewne, niepewna, pewności, pewne

αβέβαιος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vitás, habozó, bizonytalan, bizonytalanok, bizonytalanná, a bizonytalan

αβέβαιος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
belirsiz, belirsizdir, belirsiz bir, belirsizlik, belirsizliğini

αβέβαιος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
невпевнений, мінливий, непевний, сумнівний, невизначений, невизначене

αβέβαιος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i pasigurt, pasigurt, e pasigurt, pasigurtë, të pasigurt

αβέβαιος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
несигурен, несигурно, несигурни, несигурна, сигурно

αβέβαιος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
нявызначаны, няпэўны, неазначальны

αβέβαιος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ebakindel, ebakindlad, ebaselge, ebakindla

αβέβαιος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
neizvjestan, nesiguran, neizvjesna, neizvjesno, sigurni

αβέβαιος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
óvíst, óviss, óvissa, óvissar, óvissu

αβέβαιος στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
incertus

αβέβαιος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
neaiškus, neaiški, neaišku, neaiškios

αβέβαιος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nenoteikts, nedrošs, apšaubāms, neskaidra, neskaidrs

αβέβαιος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
неизвесно, неизвесна, несигурни, неизвесен, неизвесни

αβέβαιος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
nesigur, incert, incertă, incerte, nesigură

αβέβαιος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
negotova, negotovo, negotov, negotove, negotovi

αβέβαιος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
neistý, neisté, nejasný, neistá, neurčitý
Τυχαίες λέξεις