Lavorare στα ελληνικά

Μετάφραση: lavorare, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δουλεύω, μόχθος, διαδικασία, δουλειά, εργασία, κατεργάζομαι, εργάζομαι, επεξεργάζομαι, κόπος, έργο, εργασίας, εργασίες
Lavorare στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • lavello στα ελληνικά - βυθίζω, νεροχύτης, ναυαγώ, βυθίζομαι, νεροχύτη, νιπτήρα, βύθισης, ...
  • lavina στα ελληνικά - χιονοστιβάδα, πλημμύρα, κατολίσθηση, κατολισθήσεων, κατολίσθησης, κατολισθήσεις, σαρωτική
  • lavoratore στα ελληνικά - εργάτης, εργαζόμενος, εργαζομένου, εργαζόμενο, εργαζομένων
  • lavorazione στα ελληνικά - επεξεργασία, μεταποίηση, επεξεργασίας, μεταποίησης, την επεξεργασία
Τυχαίες λέξεις
Lavorare στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δουλεύω, μόχθος, διαδικασία, δουλειά, εργασία, κατεργάζομαι, εργάζομαι, επεξεργάζομαι, κόπος, έργο, εργασίας, εργασίες