Κόπος στα ιταλικά

Μετάφραση: κόπος, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
frastornare, fatica, travaglio, faticare, lavoro, importunare, lavorare, del lavoro, manodopera, di lavoro, il lavoro
Κόπος στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κόπος

κόλπος συνωνυμα, κόπος αγγλικα, κόπος μετάφραση στα αγγλικά, άδικος κόπος, κόλπος στα αγγλικα, κόπος λεξικό γλώσσας ιταλικά, κόπος στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • κόμπος στα ιταλικά - arco, nodo, knot, del nodo, nodo di, il nodo
  • κόπανος στα ιταλικά - sobbalzo, scossa, strappo, strattone, coglione
  • κόπρανα στα ιταλικά - sgabello, feci, Sgabello da, Sgabello in, stool
  • κόπωση στα ιταλικά - fatica, stanchezza, sfinitezza, la stanchezza, spossatezza, di stanchezza
Τυχαίες λέξεις
Κόπος στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: frastornare, fatica, travaglio, faticare, lavoro, importunare, lavorare, del lavoro, manodopera, di lavoro, il lavoro