Servizievole στα ελληνικά

Μετάφραση: servizievole, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξυπηρετικός, χρήσιμος, χρήσιμες, χρήσιμη, εξυπηρετικό, χρήσιμο
Servizievole στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • servitore στα ελληνικά - υπηρέτρια, υπηρέτης, υπάλληλος, υπάλληλο, υπηρέτη, δούλος
  • servitù στα ελληνικά - σκλαβιά, δουλειά, δουλεία, δουλείας, δεσμά, αλύτρωτος, τη δουλεία
  • servizio στα ελληνικά - αναφορά, λειτουργία, εγχείρηση, ρουσφέτι, λογαριασμός, εξυπηρέτηση, επιχείρηση, ...
  • servo στα ελληνικά - υπηρέτρια, υπηρέτης, υπάλληλος, υπάλληλο, υπηρέτη, δούλος
Τυχαίες λέξεις
Servizievole στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξυπηρετικός, χρήσιμος, χρήσιμες, χρήσιμη, εξυπηρετικό, χρήσιμο