Λέξη: οξύς
Σχετικές λέξεις: οξύς
οξύς κλίση, οξύς τοκετός, οξύς πόνος στα πλευρά, οξύς πόνος στην κοιλιά, οξύς πόνος στο αυτί, οξύς πόνος στο κεφάλι, οξύς πονόλαιμος, οξύς πόνος στο γόνατο, οξύς πόνος στην πλάτη, οξύς πόνος στο στομάχι
Συνώνυμα: οξύς
κοφτερός, τσουχτερός, κοπτερός, δριμύς, σφοδρός, έντονος, οξύνους, μυτερός, αιχμηρός, ριμύς, πανούργος, έξυπνος, ξύπνιος, ζωηρός, κομψός, διαπεραστικός, διάτορος, αποφασιστικός, σταυροειδής, καίριος, κρίσιμος, αυστηρός, δηκτικός, πικάντικος, τραχύς
Μεταφράσεις: οξύς
οξύς στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
acid, acute, sharp, pang, twanging, piercing
οξύς στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
afilado, vivo, acedo, ácido, intenso, agrio, acre, agudo, aguda, agudos, agudas, agudo de
οξύς στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
säure, scharf, sauer, intensiv, akut, spitz, akuten, akute, akuter
οξύς στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
piquant, perçant, aigre, rude, pointu, acéré, aigu, strident, intense, fort, mordant, délié, intelligent, âcre, sur, acerbe, aiguë, aiguës, aigus, actifs
οξύς στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
appuntito, acuto, affilato, acuminato, intenso, acre, aguzzo, acido, aspro, intensivo, acuta, acute, acuti, grave
οξύς στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
acerbo, acre, cortante, ácido, agudo, penetrante, pontiagudo, ácidos, intensivo, forte, intenso, azedo, aguda, agudas, agudos
οξύς στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
fel, doordringend, puntig, zuur, intens, schel, schril, snerpend, acuut, sterk, hevig, scherp, voorbijgaand, spits, zuren, acute, scherpe, een acute, moeilijke
οξύς στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сообразительный, остроконечный, сильный, пронзительный, кислый, резкий, кислотный, кислота, изощренный, острый, проницательный, высокий, язвительность, острой, острая, остро, острого
οξύς στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sur, skarp, kvass, syre, intens, ram, akutt, akutte, skrå, spiss
οξύς στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
syrlig, amper, stark, vass, syra, sur, akut, skarp, akuta, spetsig, acute, av akut
οξύς στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
happo, hapot, terävä, akuutti, läpitunkeva, kriittinen, aksenttimerkki, karvas, hapan, akuutin, akuuttia, akuutteja, akuutit
οξύς στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
sur, syre, akut, akutte, spids, af akut
οξύς στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
jemný, ostrý, pronikavý, kyselost, bystrý, kyselý, prudký, kousavý, akutní, akutního, akutním, špičaté, Acute
οξύς στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ostry, wnikliwy, kwasowy, uciążliwy, cierpki, kwasek, kwas, bystry, kwaśny, dotkliwy, solny, przenikliwy, ostre, ostra, ostrej, ostrego
οξύς στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
sav, akut, kínzó, heveny, az akut, acut
οξύς στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
keskin, asit, sivri, ekşi, sert, akut, dar, şiddetli
οξύς στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
кислотний, сильний, кислота, високий, дужий, гостре, гостра, гострий, гостру
οξύς στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
acid, i mprehtë, akute, akut, mprehtë, mprehta
οξύς στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
киселина, остър, остра, остро, малък, острата
οξύς στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
востры, вострае, вострая
οξύς στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kibe, lsd, akuutne, äge, ägeda, akuutse, ägedat
οξύς στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
igličast, akupunktura, akutan, oštar, akutna, akutni, akutne
οξύς στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bráð, bráða, bráðum, brátt, bráðri
οξύς στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
acidus, argutus
οξύς στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
rūgštis, smailus, aštrus, stiprus, ūmus, ūminis, ūmaus
οξύς στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
skābe, skābs, akūts, akūta, akūtu, akūtas, akūtā
οξύς στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
киселината, акутна, акутен, акутни, акутно, акутната
οξύς στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
acut, acid, acută, acute, acuta, dificil
οξύς στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
akutní, akutna, akutno, akutni, akutne, akutnih
οξύς στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
prudký, kyselina, akútna, akútnej, akútne, akútnu, akútny