Laik στα ελληνικά

Μετάφραση: laik, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περίχωρα, λαϊκός, απλή γλώσσα, εκλαϊκευμένη, κοινό πολίτη, layman
Laik στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • lagune στα ελληνικά - λιμνοθάλασσα, λιμνοθάλασσας, λίμνη, στη λιμνοθάλασσα, λιμνοθάλασσα της
  • lahor στα ελληνικά - αναπνοή, ανάσα, αύρα, αεράκι, αύρας, αύρα της, παιχνιδάκι
  • laički στα ελληνικά - λαϊκός, κοσμικός
  • lajanje στα ελληνικά - γάβγισμα, γαύγισμα, την αποφλοίωση, γαύγισμα του, η αποφλοίωση
Τυχαίες λέξεις
Laik στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περίχωρα, λαϊκός, απλή γλώσσα, εκλαϊκευμένη, κοινό πολίτη, layman