Marljivost στα ελληνικά
Μετάφραση: marljivost, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιμέλεια, βιομηχανία, προσήλωση, επιμέλειας, επιμέλειας ως, υποχρέωσης επιμέλειας, επιμελείας
Μεταφράσεις
- marljiv στα ελληνικά - έντονος, εργατικός, προς, επίπονος, ενδελεχής, απασχολημένος, κοπιαστικός, ...
- marljivo στα ελληνικά - δύσκολος, σκληρός, industriously
- marmelada στα ελληνικά - συνωστισμός, μαρμελάδα, μαρμελάδες, μαρμελάδας, μαρμελάδα εσπεριδοειδών, εσπεριδοειδών
- mart στα ελληνικά - βαδίζω, μάρτιος, Μάρτιος, Μαρτίου, πορεία, Μάρτιο, Μάρτιο του
Τυχαίες λέξεις
Marljivost στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιμέλεια, βιομηχανία, προσήλωση, επιμέλειας, επιμέλειας ως, υποχρέωσης επιμέλειας, επιμελείας
Μεταφράσεις: επιμέλεια, βιομηχανία, προσήλωση, επιμέλειας, επιμέλειας ως, υποχρέωσης επιμέλειας, επιμελείας