Odlučnost στα ελληνικά
Μετάφραση: odlučnost, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποφασιστικότητα, απόφαση, προσδιορισμός, καθορισμός, προσδιορισμό, καθορισμό
![Odlučnost στα ελληνικά Odlučnost στα ελληνικά](https://www.dictionaries24.com/images/gr-hr-gr-8642.png)
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- odlučiti στα ελληνικά - διευθετώ, λύνω, αποφασίζω, θεωρώ, κρίνω, να αποφασίσει, αποφασίζει, ...
- odlučivati στα ελληνικά - αποφασίζω, να αποφασίσει, αποφασίζει, αποφασίσει, αποφασίζουν, αποφασίσουν
- odlučuje στα ελληνικά - αποφασίζει, αποφασίσει, αποφασίσει να
- odlučujući στα ελληνικά - πειστικός, αδιαμφισβήτητος, αποφασιστικός, καθοριστικός, αποφασιστική, αποφασιστικό, καθοριστικό
Τυχαίες λέξεις
Odlučnost στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποφασιστικότητα, απόφαση, προσδιορισμός, καθορισμός, προσδιορισμό, καθορισμό
Μεταφράσεις: αποφασιστικότητα, απόφαση, προσδιορισμός, καθορισμός, προσδιορισμό, καθορισμό