Λέξη: τριζοβολώ

Μεταφράσεις: τριζοβολώ

τριζοβολώ στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
crackle, trizovolo

τριζοβολώ στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
crepitar, crujido, chisporrotear, trizovolo

τριζοβολώ στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
trizovolo

τριζοβολώ στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
croquer, crépitement, craquer, crachement, friture, claquer, pétiller, craqueter, fracas, grésiller, crépiter, trizovolo

τριζοβολώ στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
trizovolo

τριζοβολώ στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
trizovolo

τριζοβολώ στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
knetteren, knapperen, kletteren, trizovolo

τριζοβολώ στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
потрескивать, хрустеть, потрескивание, хруст, треск, трескотня, трещать, trizovolo

τριζοβολώ στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sprake, trizovolo

τριζοβολώ στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
trizovolo

τριζοβολώ στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
rätistä, rätinä, trizovolo

τριζοβολώ στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
trizovolo

τριζοβολώ στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
praskat, třeskot, jiskřit, křupat, trizovolo

τριζοβολώ στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zatrzeszczeć, trzaskać, trzask, skrzypienie, chrupot, chrzęst, skrzypieć, buzować, chrzęścić, trzaskanie, trzeszczeć, trizovolo

τριζοβολώ στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ropogás, trizovolo

τριζοβολώ στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
trizovolo

τριζοβολώ στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
потріскування, trizovolo

τριζοβολώ στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
trizovolo

τριζοβολώ στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
trizovolo

τριζοβολώ στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
trizovolo

τριζοβολώ στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
täksima, mõrane, pragin, trizovolo

τριζοβολώ στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
trizovolo

τριζοβολώ στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
snarka, trizovolo

τριζοβολώ στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
trizovolo

τριζοβολώ στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
trizovolo

τριζοβολώ στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
trizovolo

τριζοβολώ στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
trizovolo

τριζοβολώ στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
praskat, trizovolo

τριζοβολώ στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
trizovolo
Τυχαίες λέξεις