Ovjeravanje στα ελληνικά
Μετάφραση: ovjeravanje, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μαρτυρία, κατάθεση, βεβαίωση, βεβαίωσης, βεβαιώσεως, βεβαίωση που, πιστοποίησης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ovjekovječiti στα ελληνικά - απομνημονεύω, διαιωνίζουν, διαιωνίσει, διαιωνίζει, διαιώνιση, διαιωνίσουν
- ovjera στα ελληνικά - μαρτυρία, κατάθεση, πιστοποίηση, πιστοποίησης, την πιστοποίηση, της πιστοποίησης, πιστοποιητικό
- ovjeriti στα ελληνικά - κυρώνω, μαρτυρώ, πιστοποιώ, επαλήθευση, επαληθεύει, επαληθεύουν, επαληθεύσει, ...
- ovladati στα ελληνικά - απασχολώ, απορροφώ, συντρίβω, πνίγω, δάσκαλος, κύριος, πλοίαρχος, ...
Τυχαίες λέξεις
Ovjeravanje στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μαρτυρία, κατάθεση, βεβαίωση, βεβαίωσης, βεβαιώσεως, βεβαίωση που, πιστοποίησης
Μεταφράσεις: μαρτυρία, κατάθεση, βεβαίωση, βεβαίωσης, βεβαιώσεως, βεβαίωση που, πιστοποίησης