Λέξη: ψιθυρίζω
Σχετικές λέξεις: ψιθυρίζω
ψιθυρίζω μεταφραση, ψιθυρίζω συνώνυμα, ψιθυρίζω στα αγγλικά, ψιθυρίζω αγγλικα, και ψιθυρίζω, ψιθυρίζω ονειροκριτης
Συνώνυμα: ψιθυρίζω
γογγύζω, μουρμουρίζω, σιγοτρίζω, θροίζω, κλέπτω ζώα
Μεταφράσεις: ψιθυρίζω
ψιθυρίζω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
whisper, mutter, rustle, murmur, I whisper
ψιθυρίζω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
susurrar, susurro, cuchichear, cuchicheo, murmullo, susurro-, voz baja
ψιθυρίζω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
flüsterton, flüstern, geknister, geflüster, Flüstern, Geflüster, flüsternd, whisper, Flüsterton
ψιθυρίζω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
souffler, cancan, commérage, chuchoter, murmure, potin, susurrer, chuchotement, murmurer, voix basse, souffle, whisper
ψιθυρίζω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sussurrare, bisbigliare, sussurro, bisbiglio, sottovoce, whisper
ψιθυρίζω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
zumbido, giro, sussurrar, cochichar, sussurro, segredar, murmúrio, whisper, suspiro
ψιθυρίζω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
fluistering, smoezen, smoezelen, gefluister, fluisteren, Whisper, fluisterend
ψιθυρίζω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
перешёптываться, шелест, пришёптывать, прошептать, шёпот, шушукаться, слушок, шепот, шепотом, шепота, шептать
ψιθυρίζω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hviske, hvisking, whisper, hvisken, hviskende
ψιθυρίζω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
viska, viskning, viskande, viskar, whisper
ψιθυρίζω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kuiskata, supattaa, supista, kuiskaus, Whisper, kuiskaten, kuiskauksen
ψιθυρίζω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
hviske, hvisken, hviskende, whisper, hvisker
ψιθυρίζω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
našeptávat, šumět, šuškat, klep, ševelit, našeptat, pošeptat, šepot, šeptnout, šeptat, šeptem, zašeptání, šeptání
ψιθυρίζω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wyszeptać, szeleścić, szeptanie, szeptać, szepnięcie, zaszeptać, poszept, szept, szeptem, whisper, szeptu
ψιθυρίζω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
pletyka, súgás-búgás, zizegés, sugdosás, suttogás, suttogva, suttogással, suttogásnál, suttogást
ψιθυρίζω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
fısıldamak, fısıltı, fısıltısı, bir fısıltı, söylenti
ψιθυρίζω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
горілка, віскі, шепіт, Шипіт, Шепот, шепотіння
ψιθυρίζω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pëshpëritje, Whisper, thashetheme, pëshpërimë, Fëshfëritje
ψιθυρίζω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
шепот, шепнешком, прошепна
ψιθυρίζω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
шэпт, Шепот, шэпту, шэптам
ψιθυρίζω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sosin, sosinal, whisper, sosinaks, sosistama
ψιθυρίζω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
šaputanje, šaptati, šapat, šaputati, šapatom, whisper
ψιθυρίζω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hvísla, hvísl, Whisper, hvíslar
ψιθυρίζω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
šnabždesys, šnabždėti, kuždesys, kuždėti, kugždėjimas
ψιθυρίζω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
čuksti, Whisper, čukstēt, čukstam
ψιθυρίζω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
шепотот, шепот, шепотење, шепотат, шепот на
ψιθυρίζω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
șoaptă, soapta, șoapta, murmur, whisper
ψιθυρίζω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
whisper, šepet, šepeta, šepetanje, šepetaje
ψιθυρίζω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
šepot