Prirodno στα ελληνικά
Μετάφραση: prirodno, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φυσικά, φυσικώς, φυσικό, φυσιολογικά, φυσικό τρόπο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- armatura στα ελληνικά - ενίσχυση, οπλισμός, οπλισμού, επαγώγιμου, armature, επαγώγιμο
- bezočan στα ελληνικά - άνομος, φαύλος, φαύλους, τους φαύλους, φαύλο
- izravno στα ελληνικά - σκηνοθετώ, καθοδηγώ, κατευθείαν, άμεσα, απευθείας, άμεση
- kriminalnih στα ελληνικά - εγκληματίας, εγκληματικός, ποινικές, ποινικής, ποινικών, ποινική
Τυχαίες λέξεις
Prirodno στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φυσικά, φυσικώς, φυσικό, φυσιολογικά, φυσικό τρόπο
Μεταφράσεις: φυσικά, φυσικώς, φυσικό, φυσιολογικά, φυσικό τρόπο